- εμφαίνω
- (AM ἐμφαίνω)1. δείχνω, φανερώνω («σάρκωσιν ἐμφαίνουσα ἀρρήτου λόγου»)2. απρόσ. εμφαίνεταιφαίνεται, είναι φανερόμσν.1. (για φως) εκπέμπω2. σχηματίζω3. (αμτβ.) εμφανίζομαι, φαίνομαι, παρουσιάζομαι4. φαίνομαι όμοιος με κάποιον, μοιάζωαρχ.-μσν.1. μέσ. εμφανίζομαι μέσα σε κάτι, παρουσιάζομαι, αντανακλώμαι («εἴ που ἤ ἐν ὕδασιν ἤ ἐν κατόπτροις ἐμφαίνοιντο», Πλάτ.)2. παρουσιάζω, αποκαλύπτω, εμφανίζω («ὁ γὰρ ἐκδιηγούμενος ἰδίας ἀριστείας κενόδοξος λογίζεται ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων, ἐγώ δὲ οὐ καυχώμενος ταῡτα ὑμᾱς ἐμφαίνω», Διγ.)αρχ.1. κάνω κάτι αισθητό2. δηλώνω σαφώς, διακηρύσσω3. περιλαμβάνομαι ενδεικτικά4. απρόσ. ἐμφαίνειείναι φανερό.
Dictionary of Greek. 2013.